- μαιευτική
- Κλάδος της ιατρικής που ασχολείται με την αναπαραγωγική λειτουργία της γυναίκας. Ειδικότερα, η μ. αποτελεί ένα μεγάλο τμήμα της γυναικολογίας, που αφιερώνεται στη φυσιολογία και στην παθολογία της εγκυμοσύνης, του τοκετού και των φαινομένων που τον ακολουθούν μέχρι την πλήρη παλινδρόμηση της μήτρας. Επεκτείνεται και στη μελέτη της ψυχικής και κοινωνικής πλευράς της τεκνοποιίας, όσον αφορά τη μητέρα.
Η ανάγκη άσκησης της μ. δημιουργήθηκε από την αρχέγονη ανάγκη βοήθειας που είχε η γυναίκα κατά τον τοκετό και, επειδή ενστικτωδώς η επίτοκος ζητούσε αυτή τη βοήθεια από μια άλλη γυναίκα, έμπειρη κατά το δυνατόν από προηγούμενους δικούς της τοκετούς, η μ. ήταν αποκλειστικά γυναικείο έργο.
Οι Αιγύπτιοι, οι Κινέζοι, οι Ινδοί και οι Έλληνες εμπιστεύονταν πάντοτε σε γυναίκες, συνήθως ηλικιωμένες, το έργο της περίθαλψης των επιτόκων· στη Ρώμη μάλιστα οι πρώτες μαίες, που πήγαν εκεί από την Ελλάδα, δεν περιορίζονταν στη συμπαράσταση κατά τον τοκετό, αλλά εκτελούσαν και θρησκευτικές τελετές και έμεναν στο σπίτι της λεχώνας αρκετές μέρες μετά τον τοκετό, βοηθώντας τόσο τη λεχώνα όσο και το νεογνό. Αν και στις δύσκολες περιπτώσεις, από την αρχαιότητα ακόμα, οι μαίες κατέφευγαν στους χειρουργούς, διατήρησαν το μονοπώλιο άσκησης της μ., η οποία μάλιστα σε μερικές χώρες απαγορευόταν διά νόμου στους άντρες.
Μόλις τον 17o αι. η μ. έγινε ιατρική ειδικότητα, δημοσιεύτηκαν τα πρώτα συγγράμματα και οι μαιευτήρες αντικατέστησαν σταδιακά τις μαίες. Από τους πιο γνωστούς μαιευτήρες θα πρέπει να αναφερθούν οι Γάλλοι Μορισό, Λεβρέ και Μποντελόκ, οι Άγγλοι Σμέλι και Σίμπσον, οι Ιταλοί Πόρο, Κούτζι κ.ά. Στο μεταξύ η μ. εδραιωνόταν ως αυτόνομη επιστήμη, επιτυγχάνοντας μεγάλες προόδους στην τεχνική του τοκετού (όπως η επανεκτίμηση της καισαρικής τομής, η διάδοση του εμβρυουλκού, η κατασκευή νέων εργαλείων, κ.ά.)· προχώρησαν πολύ οι μελέτες της φυσιολογίας του τοκετού, του εμβρύου και του νεογνού, εμπλουτίστηκαν οι εμβρυολογικές γνώσεις, σε τέτοιον βαθμό ώστε τον 20ό αι. διαφωτίστηκε πλήρως η φυσιολογία της μητέρας και του εμβρύου καθώς και σημαντικές παθολογικές καταστάσεις της κύησης.
Η μ. αποτελεί βασικό κλάδο της γενικότερα καλούμενης γυναικολογίας και δεν διαχωρίζεται από αυτήν αλλά αλληλεπικαλύπτονται σε μεγάλο βαθμό, αφού μεγάλο μέρος των παθήσεων του γυναικείου γεννητικού συστήματος (όπως για παράδειγμα οι μαστίτιδες, οι εξαρτηματίτιδες, τα συρίγγια, τα ινομυώματα, οι προπτώσεις κ.ά.), που αφορούν τη γυναίκα εκτός εγκυμοσύνης (αντικείμενο μελέτης της γυναικολογίας), έχουν συχνά την αιτία τους σε προηγηθέντα τοκετό. Οι διαταραχές της ωορρηξίας και της εμμήνου ρύσεως, που ανήκουν κυρίως στη γυναικολογία, δεν μπορεί να εξεταστούν ανεξάρτητα από τις διαταραχές της γονιμοποίησης και της εγκυμοσύνης.
Οι μεγάλες πρόοδοι της χειρουργικής κατά τα τελευταία χρόνια, η ανακάλυψη των αντιβιοτικών, η δυνατότητα άμεσης μετάγγισης αίματος και προπάντων οι πρόοδοι που πραγματοποιήθηκαν στην αναισθησιολογία επέτρεψαν την εφαρμογή θεραπευτικών μεθόδων, για παράδειγμα της καισαρικής τομής (παλαιότερα ήταν πολύ επικίνδυνη επέμβαση) σε μεγάλο αριθμό περιπτώσεων, οι οποίες διαφορετικά θα είχαν ατυχή έκβαση για τη μητέρα και το έμβρυο. Όλα αυτά, σε συνδυασμό με την έμφαση σε θέματα προσωπικής και δημόσιας υγιεινής και σωστής διατροφής και με την καλύτερη μαιευτική περίθαλψη, τόσο κατά τη διάρκεια της κύησης όσο και κατά τον τοκετό, συνετέλεσαν στη σημαντική μείωση του ποσοστού της νεογνικής και της μητρικής θνησιμότητας.
Απεικόνιση καισαρικής τομής, σε περσική μικρογραφία του 16ου αι., η οποία κοσμεί εικονογραφημένο χειρόγραφο του «Βιβλίου των Βασιλέων» του μεγάλου Πέρση ποιητή Φιρδουσί.
* * *η (Α μαιευτική)1. η τέχνη τής μαίας, η μαμμική2. η διαλεκτική μέθοδος τού Σωκράτους με την οποία αυτός ανάγκαζε τους συνομιλητές του με κατάλληλες ερωτήσεις να φθάσουν στην αλήθειανεοελλ.κλάδος τής ιατρικής, μέρος τής γυναικολογίας, που πραγματεύεται τα σχετικά με την κύηση, τον τοκετό και τη λοχεία των γυναικών.[ΕΤΥΜΟΛ. Ουσιαστικοποιημένος τ. τού θηλ. τού επιθ. μαιευτικός].
Dictionary of Greek. 2013.